- πάκτωμα
- (I)και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα.————————(II)και πάχτωμα, το [πακτώνω (II)]1. ενοικίαση αγροτικής έκτασης ή άλλου προσοδοφόρου πράγματος με παροχή στον μισθωτή ποσοστού από την παραγωγή, μορτή2. (γενικά) μίσθωση.
Dictionary of Greek. 2013.