πάκτωμα

πάκτωμα
(I)
και πάχτωμα, το [πακτώνω (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πακτώνω, εξασφάλιση τής σταθερότητας αντικειμένου με κατάλληλη συσκευασία, δέσιμο ή έμπηξη στο έδαφος, η στερέωση
2. (ιδίως σχετικά με πλοίο) καλαφάτισμα.
————————
(II)
και πάχτωμα, το [πακτώνω (II)]
1. ενοικίαση αγροτικής έκτασης ή άλλου προσοδοφόρου πράγματος με παροχή στον μισθωτή ποσοστού από την παραγωγή, μορτή
2. (γενικά) μίσθωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγροδοσία — Η εκμίσθωση αγροκτήματος (κοινώς πάκτωμα). Βλ. λ. αγροληψία. * * * η [αγροδότης] εκμίσθωση αγροκτήματος …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • πάχτωμα — το βλ. πάκτωμα (II) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”